Skip to content Skip to left sidebar Skip to right sidebar Skip to footer

Αποσπάσματα από την Athens Review of Books

Ο παράδεισος της πολυσημίας

Κάτω από τον τίτλο του βιβλίου υπάρχει η ένδειξη: «αφήγημα». Θα άρμοζε, εξίσου, η ένδειξη: «συλλογή ποιημάτων». Ωστόσο, όπως δήλωσε ο συγγραφέας[1], «το βιβλίο θέλει να προσφέρει ερεθίσματα για στοχασμούς που να ισχύουν για κάθε πόλη ή την πόλη γενικότερα». Σύγγραμμα πολεοδομίας δεν είναι όμως, όπως το κλασικό Η πόλη στην ιστορία, του αμερικανού ιστορικού Λιούις Μάμφορντ[2], ούτε μια μεταμοντέρνα περιπλάνηση στη ζωή του αστικού λαβυρίνθου, ανάμικτη από προσωπικά αισθήματα και λογοτεχνικές αναφορές, όπως η Μαλακή πόλη του βρετανού συγγραφέα Τζόναθαν Ράμπαν[3]. Γραμμένο δυο χρόνια μετά τις Αόρατες πόλεις, το βιβλίο του Ράμπαν δεν αποκλείεται να επηρεάστηκε από τον Καλβίνο. Ιδίως οι τίτλοι των ενοτήτων του –«η πόλη ως μελόδραμα», «η μαγική πόλη», «το εμπόριο των τεχνοτροπιών»–, θυμίζουν τις επαναλαμβανόμενες ενότητες του Καλβίνο – «οι πόλεις και η μνήμη», «οι πόλεις και η επιθυμία», «οι πόλεις και τα μάτια», «οι πόλεις και οι ανταλλαγές», «οι πόλεις και ο ουρανός»…

Πιο πιθανό, πάντως, είναι να επηρεάστηκε ο Καλβίνο από το γραμμένο το 1966 βιβλίο του συμπατριώτη του Άλντο Ρόσι, L’architettura della città[4], το οποίο έκανε διεθνώς γνωστό τον σπουδαίο αρχιτέκτονα, στο κλίμα του μεταμοντέρνου κινήματος που τότε εδραιωνόταν. Αμφισβητώντας τη σχέση μορφής και λειτουργίας (στην οποία επέμενε ο μοντερνισμός), ο Ρόσι έφερνε ως παραδείγματα μια καμπάνα της οποίας το μέταλλο μεταποιείται σε οβίδες, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο το οποίο στα μεσαιωνικά χρόνια γίνεται μικρή πόλη, τη μικρή πόλη που γίνεται ανάκτορο κ.ο.κ. Παρόμοια, ο Καλβίνο θεωρεί ότι τα «γεγονότα του παρελθόντος κάνουν μια πόλη», παραθέτοντας ατάκτως κάποια –τον κρεμασμένο από φανοστάτη σφετεριστή, το στόλισμα βασιλικής πομπής, τη βολή μιας κανονιοφόρου– κι έπειτα συναθροίζοντάς τα, μεταποιημένα σε ενιαία αφήγηση μιας παρέας γέρων κατοίκων της (όπως π.χ. στην «πόλη της Ζαΐρας», σ. 27, ως ένα από τα κορυφαία δείγματα του ύφους του).

Μολονότι παραμυθένιος, ο κόσμος των Αόρατων πόλεων περιλαμβάνει ουκ ολίγες αναφορές στη ζωή σύγχρονων μεγαλουπόλεων ή στις σχέσεις πόλεων και φυσικού περιβάλλοντος: η «Δωροθέα» έχει ουρανοξύστες από αλουμίνιο (σ. 25), η «Ισαύρα» υδροδοτείται από υψηλής τεχνολογίας γεωτρήσεις (σ. 39), η «Μαυριλία» διαθέτει εργοστάσιο εκρηκτικών (σ. 51), η «Ολιβία» πνίγεται από το νέφος, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης (σ. 83), ενώ η «Ολίνδη» μεγαλώνει με ομόκεντρους κύκλους «όπως οι κορμοί των δένδρων, κάθε χρόνο» (σ. 160) και στην «Καικιλία» περιπλανιέται επί χρόνια ένας γιδοβοσκός, καθώς η ταχύτατη επέκτασή της έχει εξαφανίσει την παλιά ύπαιθρο που γνώριζαν οι κατσίκες του (σ. 185-186). Δεν είχαν πολύ άδικο, λοιπόν, όποιοι έσπευσαν να αναζητήσουν σε αυτό το βιβλίο του Καλβίνο πηγές έμπνευσης για τον μεταμοντέρνο αστικό σχεδιασμό. Όπως άλλωστε εξηγούσε και ο ίδιος: «Ακούω από μερικούς φίλους πολεοδόμους ότι το βιβλίο αγγίζει διάφορα σημεία της προβληματικής τους, κι αυτό δεν είναι τυχαίο (…) εφόσον η έμπνευση και η γραφή του οφείλονται στη σύγχρονη πόλη»[5].

Στις περίπου διακόσιες χιλιετίες ύπαρξης του ανθρώπινου είδους, μόλις το έσχατο τρία τοις εκατό περιλαμβάνει πόλεις. Αυτές, ωστόσο, δημιούργησαν νέες μορφές λατρείας και τέχνης, επαγγελμάτων και εμπορίου, χάρη στις οποίες βγήκαμε από την κατάσταση του ζώου (όχι πάντα με πολύ μεγάλη επιτυχία), αλλά με μόνιμη έφεση να ζούμε σε πόλεις. Εξ ου και το φύσει πολιτικὸν ζῷον – ο ορισμός του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο.

Τις κρυφές αιτίες που έκαναν τους ανθρώπους να ζήσουν σε πόλεις αναζητεί, κατά μία έννοια, και το βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο. Με τις ανταλλαγές εμπορευμάτων, αλλά και λέξεων, επιθυμιών, ιδεών και αναμνήσεων να καθορίζουν την ουσία τους. Ο τρόπος του είναι οι έξοχα επινοημένες συζητήσεις μεταξύ του περίφημου εξερευνητή Μάρκο Πόλο, ο οποίος στα τέλη του 14ου αιώνα κατάφερε να φτάσει μέχρι την Κίνα, και του Κουμπλάι Χαν, του αυτοκράτορα των Μογγόλων (των «Ταρτάρων», όπως τον έλεγε ο Πόλο), στην αυλή του οποίου κατέστη ένα σημαντικό πρόσωπο. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια απουσίας, ξεπερνώντας εκείνη του Οδυσσέα από την Ιθάκη, ο Πόλο επέστρεψε στη Βενετία, απ’ όπου είχε φύγει, και αφηγήθηκε τις περιπέτειές του σε κάποιον Ρουστιτσέλο ντα Πίζα. Αυτός τις κατέγραψε, σε αρχαία γαλλικά, σε ένα οδοιπορικό με τίτλο: Livres des merveilles du monde (Βιβλία των θαυμάτων του κόσμου). Μια ιταλική εκδοχή του οδοιπορικού τιτλοφορήθηκε Il Milione, εξαιτίας του «εκατομμυρίου» ψεμάτων που θεωρήθηκε ότι περιλάμβανε! «Θαύματα» ή «ψεύδη», φαντασιοκοπία ή πραγματική εικοσαετής θητεία στην υπηρεσία του μογγόλου ηγέτη, οι διάλογοι του Μάρκο Πόλο με τον Κουμπλάι Χαν προσφέρονταν σε άφθονη μυθοπλαστική σπέκουλα.

Αυτό έκανε ο Καλβίνο, πολύ ποιητικά. Ποτέ του δεν εξέδωσε βιβλία ποίησης, αλλά οι κάπου πενήντα Πόλεις δεν απέχουν πολύ από ποιήματα. Συγκεντρωμένα σε δύο ομάδες των δέκα και ενδιαμέσως έξι ομάδες των πέντε, με άτιτλους προλόγους και επιλόγους σε κάθε ομάδα, δίνουν την εντύπωση μικρών ποιητικών συλλογών. Απλωμένες σε μια κατοπτρική συμμετρία, αποκτούν ένα επιπλέον νόημα. Στους προλόγους και τους επιλόγους κάθε ομάδας λαμβάνουν χώρα οι διάλογοι Μάρκο Πόλο και Κουμπλάι Χαν. Περίεργοι διάλογοι, γίνονται άλλοτε με παντομίμα, άλλοτε με αριστοκρατική καλλιέπεια και άλλοτε μέσα στη σιωπή, σαν να μεταβιβάζουν τη σκέψη τους ο ένας στον άλλον.

Μολονότι η ζωή του αφηγητή δεν εξαρτάται από το πόσο συναρπαστικές θα φανούν οι αφηγήσεις του στον αυτοκράτορα, η μεταξύ τους σχέση έχει κάτι από τη σχέση Σεχραζάντ-Σουλτάνου στις Χίλιες και Μία Νύχτες. Ένας εξωτισμός, άλλωστε, είναι εξαρχής διάχυτος στην ατμόσφαιρα: «μια αίσθηση κενού μάς πλημμυρίζει τη νύχτα, μαζί με τη μυρωδιά που αναδίδουν οι ελέφαντες μετά τη βροχή και η στάχτη του σανδαλόξυλου που κρυώνει στα μαγκάλια…» (σ. 21). Τα ονόματα πολλών από τις πόλεις επιτείνουν τον εξωτισμό: Ζαΐρα, Ζίρμα, Βαλδάρα, Ζοβεΐδα, Ραΐσα, Ζόρα, Μαροζία, κ.λπ. Με αρκετή αρχαία μυθολογία, Βυζάντιο ή και Δυτικό Μεσαίωνα να συνηχούν επίσης σε αυτές τις ονομασίες: Πενθεσίλεια, Χλόη, Προκοπία, Θεοδώρα, Θέκλα, Λεονία, Διομίρα, Μοριάνα,…

Αλλά η παρελθοντική ατμόσφαιρα διαταράσσεται διακριτικά, κάθε τόσο, από μεταγλωσσικά ρήγματα, σαν αυτά που ο μεταμοντερνισμός εισήγαγε στη λογοτεχνία. Όταν, λόγου χάριν, ο αυτοκράτορας αναρωτιέται: «Ίσως ο διάλογός μας αυτός να εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δύο κουρελήδες που έχουν τα παρατσούκλια Κουμπλάι Χαν και Μάρκο Πόλο, ενώ ψαχουλεύουν σε ένα φορτίο σκουπιδιών (…) και μεθυσμένοι από λίγες γουλιές κακού κρασιού βλέπουν γύρω τους να λάμπουν όλοι οι θησαυροί της Ανατολής», κι ο Πόλο πάραυτα συναινεί: «Είναι μόνο τα βλέφαρά μας που τα ξεχωρίζουν» (σ. 132), έρχονται στον νου οι διάλογοι Βλαντιμίρ-Εστραγκόν, του Περιμένοντας τον Γκοντό. Μεταξύ παραδοξολογιών κι εκείνοι, ψάχνουν κάτι που θα τους δώσει «την εντύπωση ότι υπάρχουν»[6]. Εμμέσως, και το βιβλίο του Καλβίνο θέτει διαρκώς ερωτήματα για την ίδια του την ύπαρξη, ενώ εκτυλίσσεται η «πλοκή» του.

Κι όταν αυτοκράτορας και εξερευνητής αντιγνωμούν για το αν μια γέφυρα είναι οι πέτρες της ή το τόξο που αυτές σχηματίζουν, ο Μάρκο Πόλο κλείνει οριστικά τη συζήτηση, με το αποστομωτικό: «χωρίς πέτρες δεν υπάρχει τόξο» (σ. 107). Χωρίς την πραγματικότητα, με άλλα λόγια, δεν θα μπορούσαμε να «κτίζουμε» φανταστικές ιστορίες.

Όπως η Οδύσσεια, με τον Οδυσσέα να αφηγείται στον βασιλιά Αλκίνοο και την αυλή του τη μακρά σειρά των περιπετειών του, ή όπως οι Χίλιες και Μία Νύχτες, με την ιστορία της Σεχραζάντ να διανθίζεται από τα παραμύθια που κάθε νύχτα αφηγείται στον Σουλτάνο (κατά το πανάρχαιο λογοτεχνικό τέχνασμα που συνεχίζουν και τα αστυνομικά σίριαλ, με την προσωπική ζωή των ντετέκτιβ να εξελίσσεται από το ένα στο άλλο αυτόνομο επεισόδιο), οι Αόρατες πόλεις διατηρούν ανάλογο χαρακτήρα. Ποιητικές εντυπώσεις από σταθμούς σε ένα μακρύ ταξίδι –το αρχικό οδοιπορικό του Μάρκο Πόλο–, οι αναπλασμένες μεταγραφές του, όσο η ίδια η ζωή του συγγραφέα ή οι ζωές των αναγνωστών του, συνιστούν μια «frame story»: μια διάρκεια με αρχή και τέλος κι ενδιάμεσους «θαυμαστούς» σταθμούς.

Ο Καλβίνο αξιοποίησε στο έπακρο το τέχνασμα της «ιστορίας μέσα στην ιστορία» στο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης[7]. Όπου απευθύνεται συχνά στον αναγνώστη, για να του σχολιάσει όσα ο ίδιος έχει αφηγηθεί. Γραμμένο το 1979, είναι ίσως το πιο γνωστό από τα μυθιστορήματά του κι εξαιρετικό δείγμα του πώς κάθε βιβλίο γεννιέται σε στενή σχέση με άλλα βιβλία. Μια ανάλογα μεταμοντέρνα αντίληψη, για την αλήθεια ως κοινωνικά κατασκευασμένη, υπήρχε πάντως και στο πρώτο του μυθιστόρημα: Ο ανύπαρκτος ιππότης[8]. Με ήρωα έναν αόρατο ιππότη, μέσα σε κενή πανοπλία, και ιπποκόμο κάποιον που είναι μεν ορατός, αλλά χωρίς επίγνωση της ύπαρξής του. Η παρωδία παλιών ιπποτικών μυθιστορημάτων, σαν εκείνα που τρέλαναν τον Αλόνσο Κιχάδα κι έγινε Δον Κιχώτης, ήταν ολοφάνερη. Γραμμένο το 1959, φέρει την επίδραση της μακράς ενασχόλησης του Καλβίνο (1954-1956) με μεταγραφές, στο προσωπικό του ύφος, κάπου διακοσίων παραμυθιών της ιταλικής προφορικής παράδοσης, τα οποία εξέδωσε το 1956. Εξαιτίας τους δημιούργησε την εικόνα του «παραμυθά». Κι αυτή την εικόνα, εμφανώς, συμπλήρωσε γράφοντας τις Αόρατες πόλεις το 1971.

Τότε, επίσης, γνώριζε παγκόσμια φήμη η λογοτεχνική φόρμα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, με το σκοτεινό χιούμορ κι επινοημένους συγγραφείς πραγματικών μυθιστορημάτων (κάποιος Πιερ Μενάρ, συγγραφέας του Δον Κιχώτη) ή επινοημένες περιπέτειες πραγματικών συγγραφέων (ο Αριόστο ως πολεμιστής που αντιμετωπίζει τους Άραβες). Μια τέτοια διακειμενική φαντασμαγορία επαναλαμβάνει ο Καλβίνο, όμοια με του Μπόρχες. Είχε ομολογήσει, άλλωστε, ότι: «Διαβάζοντας τον Μπόρχες, ένιωσα συχνά τον πειρασμό να διατυπώσω μια ποιητική της σύντομης γραφής», και ότι στον Μπόρχες είδε «να αποκτά μορφή ένας κόσμος κατ’ εικόναν και ομοίωσιν των χώρων του πνεύματος (…) σε μια αυστηρή γεωμετρία»[9]. Κάτι που μπορεί και να εξηγεί την αυστηρή οργάνωση των Πόλεών του, σε συμμετρικά χωρισμένες δεκάδες και πεντάδες[10].

Δεν χρειάζεται, όμως, να ψάχνει κανείς πάρα πολύ για το πώς προέκυψαν οι Αόρατες πόλεις. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή του συγγραφέα υπήρξε ένα οδοιπορικό (όχι πολύ μακρύ δυστυχώς – πέθανε στα 62 του) με θαυμαστούς «σταθμούς». Γεννήθηκε στην Κούβα το 1923, από ιταλούς γονείς που εργάζονταν εκεί∙ μεγάλωσε στο Σανρέμο, την πόλη του πατέρα του, μέσα στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι∙ ο πόλεμος τον βρήκε να σπουδάζει γεωπόνος στο Τορίνο∙ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, το 1944, μετείχε στο αντάρτικο μέχρι την απελευθέρωση∙ αμέσως μετά, άρχισε να κινείται μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας∙ το 1951 πήγε στην ΕΣΣΔ κι επέστρεψε με πολύ θετικές εντυπώσεις∙ το 1956, ωστόσο, συνειδητοποίησε την εδραία αντίφαση του κομμουνιστή διανοούμενου –να μάχεται κάθε τυραννία μα να υπερασπίζεται την τυραννία του κόμματός του– και παραιτήθηκε από το ΙΚΚ∙ το 1960 έγινε δεκτός στη Νέα Υόρκη και γοητεύτηκε από αυτήν∙ ως αναγνωρισμένος συγγραφέας, εγκαταστάθηκε με τη δική του οικογένεια στο Παρίσι κι έκανε πολλά ταξίδια, από την Ιαπωνία ως το Μεξικό, για να μετακομίσει οριστικά στη Ρώμη το 1980, πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του.

Για όποια πόλη και αν μιλάει ο Μάρκο Πόλο των Αόρατων πόλεων, πάντα λέει κάτι για τη Βενετία, έστω και αν δεν μνημονεύει το όνομά της (σ. 112). Κι όταν ο Κουμπλάι Χαν διακρίνει χροιές νοσταλγίας στις περιγραφές του, του επισημαίνει, μ’ ένα ωραιότατο ευφυολόγημα, «επιστρέφεις από τις αποστολές σου με ένα φορτίο ενοχές! … Ισχνές αγορές για έναν έμπορο της Γαληνοτάτης!» (σ. 127). Ο Καλβίνο μένει πιστός στην πόλη καταγωγής του ήρωα, όσο κι αν φαλκιδεύει τις ιστορίες του. Εξάλλου οι χάρτες που έχει στην κατοχή του ο αυτοκράτορας περιλαμβάνουν πόλεις απολύτως υπαρκτές –από την Ουρ και την Ιεριχώ ή την Κωνσταντινούπολη, ως το Σαν Φρανσίσκο, τη Νέα Υόρκη και την Οζάκα (σ. 170-171)– όσο και διάσημες ανύπαρκτες, όπως την Ουτοπία, του Τόμας Μορ, ή την Πόλη του Ήλιου, του Τομάζο Καμπανέλα (σ. 197).

Μεταξύ υλικού πλούτου του άρχοντα απέραντης αυτοκρατορίας και πλούτου εμπειριών ενός οραματιστή ταξιδιώτη, ικανού να περιγράφει μαγευτικά παράδοξες «πόλεις», υπάρχει μια κοινή «πόλη που τους ακολουθεί» αμφότερους: η πόλη της «κόλασης» – η ιδέα του θανάτου. «Η αίσθηση που αφήνουν όλα τα αφηγήματα έχει δύο όψεις: τη συνέχιση της ζωής, το αναπόφευκτο του θανάτου», κατέληγε στο Αν μια νύχτα του χειμώνα[11] Κι όπως υποδεικνύει η τελική φράση στις Αόρατες πόλεις, μόνος τρόπος για να μην υποφέρουμε από αυτή την ιδέα είναι «να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο» (σ. 198).

Δεν πρόκειται για ηθικό δίδαγμα, σίγουρα. Ίσως πρόκειται για τη μελαγχολική αίσθηση κάθε μεγάλου συγγραφέα ή μεγάλου ταξιδευτή[12]. Όποιου συναναστράφηκε αμέτρητα πλάσματα, της λογοτεχνικής ή της πραγματικής υφηλίου, κατανοώντας πόσο οι περιπλανήσεις του είναι, κατά βάθος, επιτόπιες. Ίσως, πάλι, να πρόκειται για την επιτομή του συμβιβασμού – μοναδικής προϋπόθεσης για μια ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων. Ίσως, τέλος, να πρόκειται για την ευαίσθητη προσέγγιση, από έναν λογοτέχνη, των οικολογικών προβλημάτων που δημιουργεί η ακατάσχετη ανάπτυξη μεγαλουπόλεων. Κι άρα η ενθουσιώδης υποδοχή που αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι έδειξαν προς το βιβλίο, ψάχνοντας σε αυτό ιδέες ώστε να υπερβούν την καταπιεστική αστική ρουτίνα, μπορεί να μην ήταν τόσο αφελής παρερμηνεία. Η ποίηση, άλλωστε, αποτελεί παράδεισο της πολυσημίας.


[1] Σε διάλεξή του στη Νέα Υόρκη το 1983, η οποία παρατίθεται ως πρόλογος στη συγκεκριμένη έκδοση (σ. 11).

[2] Lewis Mumford, The City in History, Harcourt, Brace and World, 1961.

[3] Jonathan Raban, Soft City, Hamish Hamilton, 1974.

[4] Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, μτφρ. Β. Πετρίδου, επιμέλεια Λ. Παπαδόπουλος, Γ. Παπακώστας, Σ. Τσιτιρίδου, Σύγχρονα Θέματα 1987.

[5] Στη διάλεξη που έγινε «πρόλογος» της έκδοσης, σ. 16.

[6] «Εστραγκόν: Πάντα βρίσκουμε κάτι για να ξεγελιόμαστε, ε Ντιντί; Για να νομίζουμε τάχα πως ζούμε. Βλαδίμηρος: (ανυπόμονα) Ναι, ναι, είμαστε μάγοι». Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Ύψιλον 1994, σ. 76.

[7] Σε αναθεωρημένη μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Καστανιώτης 2009.

[8] Σε μτφρ. Θόδωρου Ιωαννίδη, Καστανιώτης 1999.

[9] Ίταλο Καλβίνο, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Καστανιώτης 2003, σ. 279.

[10] Με μια «αυστηρή γεωμετρία» την οποία εγκωμίαζε και στον Λουντοβίκο Αριόστο, επίσης, μιλώντας για τη «Δομή του Ορλάνδου», ό.π., σ. 81-84.

[11] Ό.π., σ. 320.

[12] «Η πένα τρέχει σπρωγμένη από την ίδια ηδονή που σε κάνει να τρέχεις στους δρόμους», έγραφε ο καλόγερος-αφηγητής που συνενώνει τελικά τους κύριους ήρωες του Ανύπαρκτου ιππότη, ό.π., σ. 158.

Πηγή: https://athensreviewofbooks.com/arxeio/teyxos155/5412-o-paradeisos-tis-polysimias

Ο συγγραφέας-αναγνώστης Πέτρος Μαρτινίδης

Πρέπει ολοένα να βυθίζομαι στα νερά της αμφιβολίας.
Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, Στοχασμοί 111


Αμφιβάλλω, άρα σκέφτομαι.

Φερνάντο Πεσσόα, Marginalia, 35

Με τον Πέτρο Μαρτινίδη είμαστε φίλοι εδώ και δεκαετίες, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση και θαυμασμό στις γνώσεις και το ταλέντο του, και καταβροχθίζω ό,τι γράφει. Συνήθως έχω το προνόμιο να είμαι ο πρώτος αναγνώστης και «κριτικός» (!) του. Οι αναγνώστες της Athens Review of Books τον γνωρίζουν από τα υπέροχα δοκίμιά του, κατά κανόνα πυκνά και σύντομα, τα οποία γράφει ανελλιπώς από το πρώτο τεύχος της, και φαντάζομαι ότι αναγνωρίζουν την πολυμάθεια, το ταλέντο του, τον μαχητικό ανθρωπισμό του. Επιθυμία δική μου και της Μαρίας ήταν και είναι, τώρα ιδιαίτερα που συμπληρώνουμε 15 χρόνια κυκλοφορίας, να τιμήσουμε τον ακάματο φίλο και συνεργάτη. Συνεπώς δεν χρειάζεται να τον «συστήσουμε», αρκεί απλώς να υπενθυμίσουμε μερικά από τα συναρπαστικά δοκίμιά του, που καλύπτουν τόσο εντυπωσιακό εύρος και ποικιλία θεμάτων. Πρόκειται για επιβλητικές συνθέσεις, με οξυδερκείς αναλύσεις και παρατηρήσεις που ελάχιστοι συγγραφείς και κριτικοί διεθνώς μπορούν να επιδείξουν, ακόμη κι αν δεχθούμε τον οξύμωρο ισχυρισμό του Μονταίνιου: «Ένας μορφωμένος άνθρωπος δεν είναι μορφωμένος παντού. Ο ταλαντούχος όμως, είναι ταλαντούχος παντού· ακόμα και στην άγνοια» (Δοκίμια Γ΄, 38).

Τον πιο ωραίο έπαινο που άκουσα για τα κείμενά του, ήταν από τον Θάνο Βερέμη: «Αυτός ο νεαρός είναι πολύτιμο κεφάλαιο για τα γράμματα, έχει τόσες γνώσεις, τόσο ταλέντο και προπαντός διαβολεμένο κέφι όταν γράφει…». (Ο «νεαρός» ήταν ήδη ομότιμος καθηγητής). Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, αν δεν το έχει ζήσει, το πάθος του Πέτρου Μαρτινίδη για τα βιβλία. Είναι συγγραφέας-αναγνώστης. Αναγνώστης από την στόφα του Ροΐδη ή του Μπόρχες, χωρίς υπερβολή. Στο δοκίμιό του «Ο θάνατος του συγγραφέα» (τχ. 66, Οκτ. 2015), καταρρίπτοντας με άκρα ευγένεια, κάτι που δεν θα έκαναν ο Μαρκ Λίλλα ή ο Ρίτσαρντ Γουόλιν, τις αυθαίρετες εικασίες των Φουκώ, Ντεριντά, Μπαρτ κ.ά., μιλά για «την αθανασία της ανάγνωσης»: «Συμβολικός ή κυριολεκτικός, ο θάνατος του συγγραφέα συντροφεύει, έτσι κι αλλιώς, την αθανασία της ανάγνωσης», γράφει. Του μιλώ για ένα ωραίο βιβλίο που διάβασα λέγοντάς του ότι του το στέλνουμε με κούριερ. Δεν κρατιέται, πηγαίνει αμέσως και το αγοράζει. Και η στερεότυπη απάντησή του είναι: δεν πειράζει, όταν παραλάβω αύριο το αντίτυπο που μου στείλατε θα το χαρίσω σε κάποιον φίλο. Ο λόγιος Πέτρος Μαρτινίδης είναι μοναχικός αναγνώστης-συγγραφέας, είναι ο τρόπος του να είναι μόνος, είναι μια κατηγορία μόνος του. Περιφρονεί την «διακονιάρικη δίψα για φήμη και τιμή, η οποία μας κάνει να τις απαιτούμε από κάθε είδος ανθρώπων με τρόπους αξιοκαταφρόνητους και όποιο εξευτελιστικό τίμημα κι αν είναι» (Μονταίνιος, Γ΄ 409). Γι’ αυτόν ισχύουν τα λόγια του Λεόν Μπλουά, όπως τα παραθέτει ο Μπόρχες: «είμαστε εδάφια, λόγια ή γράμματα ενός βιβλίου μαγικού, και το αέναο αυτό βιβλίο είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο: για την ακρίβεια, είναι ο κόσμος». (Δοκίμια Ι, 389).  

Το πιο πρόσφατο πόνημά του είναι η μετάφραση του έργου του Ρεϋμόν Αρόν Το όπιο των διανοουμένων (1955) που εκδίδεται πρώτη φορά στα ελληνικά από την Athens Review. Στο προλογικό σημείωμά του γράφει, με την ειλικρίνεια και την μετριοφροσύνη που τον χαρακτηρίζουν:

«Σε αυτό το κλίμα κι εγώ, τα πολύ πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 στο Παρίσι, έχοντας εγκύψει στην σαρτρική Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου ή στις έννοιες της “αυθεντικότητας” και της “αμοιβαιότητας” του homo existentialis, βρήκα στο βιβλίο του Αρόν όχι μια συστηματική επιχειρηματολογία κατά του φανατισμού και του νιχιλισμού –ό,τι ουσιαστικά επεδίωκε ο συγγραφέας–, μα μόνο ένα εγκώμιο του σκεπτικισμού, σε μια εποχή που ζητούσε οδηγούς για δράση. (Κι αυτό ήταν προσωπικό μου σφάλμα). Με μισό αιώνα καθυστέρηση, τελειώνοντας αυτή τη μετάφραση, εννοώ να διορθώσω τα παραπάνω αλλεπάλληλα σφάλματα».

sel11

Πέτρος Μαρτινίδης, σχέδιο του Δημήτρη Χαντζόπουλου.

Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε όσα περιγράφει ο Ίταλο Καλβίνο στις Αόρατες Πόλεις: «…στο σπέρμα  της πόλης των δικαίων κρύβεται με τη σειρά του ένας κακός σπόρος: η βεβαιότητα και η περηφάνια ότι βρίσκονται με το μέρος του δικαίου –και μάλιστα περισσότερο από τόσους άλλους που αυτοανακηρύσσονται περισσότερο δίκαιοι από τους δίκαιους– γεννούν μνησικακίες αντιπαλότητες πείσματα, και ο φυσικός πόθος μιας ρεβάνς κατά των αδίκων χρωματίζεται από τη μανία να βρεθούν στη θέση τους και να κάνουν τα ίδια πράγματα με αυτούς.» («Οι κρυφές πόλεις. 5», σ. 195). Αλλά επίσης κατανόησε βαθιά ότι καθαρότητα δεν υπάρχει, κατανόησε το «διπλό περίβλημα της άδικης και της δίκαιης» πόλης, τον κατακυρίευσε το σπέρμα της αμφιβολίας, όπως το περιγράφει ο Καλβίνο στο ίδιο κεφάλαιο, αλλά και στον διάλογο του Μάρκο Πόλο με τον Κουμπλάι Χαν: «Στις πόλεις είναι όπως στα όνειρα: ό,τι είναι δυνατό να φανταστεί κανείς μπορεί και να το ονειρευτεί, αλλά και το πιο αναπάντεχο όνειρο είναι ένας γρίφος που κρύβει μια επιθυμία, ή το αντίστροφό της, μια φοβία. Οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι χτισμένες από επιθυμίες και φοβίες, παρότι το νήμα που τις συνδέει είναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές παραπειστικές, και κάθε πράγμα κρύβει άλλο πράγμα» (σ. 66). Η αμφιβολία και ο σκεπτικισμός που αποτελούσαν την διακήρυξη του Ρεϋμόν Αρόν σχεδόν 50 χρόνια νωρίτερα. Ή με τα λόγια του Πεσσόα: «Μόλις βεβαιώσουμε κάτι, σφάλλουμε· μόλις πιστέψουμε κάτι, πλανιόμαστε· μόλις γινόμαστε κατανοητοί, περιοριζόμαστε ipso facto και τοποθετούμαστε έξω από την αλήθεια. Ο σκεπτικισμός είναι πιο βασικός από τον συλλογισμό» (Η ώρα του Διαβόλου, 72).

Και προκειμένου να επανορθώσει τα νεανικά του/μας σφάλματα έχει γράψει δεκάδες δοκίμια, όπως: «Ο κομμουνισμός των καθαρμάτων – Επιστροφή στη Σοβιετική Ένωση» (τχ. 18, Μάιος 2011), «Μεταξύ σφύρας και άκμονος – Η Ευρώπη ανάμεσα σε Χίτλερ και Στάλιν στην κορύφωση της απόλυτης θηριωδίας» (τχ. 32, Σεπτ. 2012), παρουσιάζοντας το έργο του Τίμοθυ Σνάιντερ Bloodlands έξι χρόνια πριν εκδοθεί στα ελληνικά, έως το «Λένιν, ο θεμελιωτής του ολοκληρωτισμού» (τχ. 93, Μάρτιος 2018). Πολύ προτού ο σημερινός ρώσος δικτάτορας εισβάλει στην Κριμαία, ο Πέτρος Μαρτινίδης διορατικότατα έγραφε το «Είναι να το ’χει η κούτρα σου να κατεβάζει Τσάρους – Ορθοδοξία, Αυταρχισμός, Εθνικοφροσύνη» (τχ. 23, Νοέμ. 2011).

Για τη μυθιστορηματική ποιητική του Πέτρου Μαρτινίδη γράφει ο Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος το πλήρες δοκίμιο «Ο καθηγητής του σασπένς». Δεσπόζουσα θέση στο έργο του κατέχουν τα περί τέχνης και αισθητικής δοκίμιά του, με κορυφαίο έργο του το Κριτική και Ευαισθησία. Η εξέλιξη του κριτικού στοχασμού για την τέχνη, με το οποίο διαλέγεται ο Αλέξανδρος Νεχαμάς εκτενώς στις επόμενες σελίδες. Ένα από τα προνομιακά πεδία του Πέτρου Μαρτινίδη είναι αυτό, και αν έχουμε κάτι να προσθέσουμε σε όσα γράφει ο καθηγητής του Πρίνστον, είναι η επισήμανση για την ικανότητα πυκνών συνθέσεων και το απαράμιλλο ύφος του, κατάκτηση που είναι ζητούμενο από τότε που έγραψε το Περί ύψους ο Λογγίνος: η διαρκής αναζήτηση του υψηλού στην τέχνη. Την πυκνή ιστορία της αισθητικής, από τότε που ο Α. Γκ. Μπαουμγκάρντεν εισηγήθηκε τον όρο Aesthetica (1750) και ο Γκ. Ε. Λέσινγκ έγραψε τις περί τέχνης απόψεις του στον Λαοκόοντα (1766) συμπυκνώνει ο Μαρτινίδης στις σ. 137-158 τού Κριτική και Ευαισθησία.

Βεβαίως, ο Μαρτινίδης παρά την κατάκτηση του υψηλού δεν περιφρονούσε και το χθαμαλό, έχοντας γράψει για την «φτωχή» λογοτεχνία το βιβλίο Συνηγορία της παραλογοτεχνίας (1982). Δικαίως, διότι την εποχή εκείνη πολλά αξιόλογα είδη θεωρούνταν παραλογοτεχνία. Ωστόσο, η εξέλιξή της στην μαζική κακοφωνία, στον ευτελισμό, τον οδήγησε εσχάτως στην αποδοκιμασία της, με το δοκίμιο «Το τέλος της παραλογοτεχνίας …and all that jazz» (τχ. 120, Σεπτ. 2020).

Πού να φανταζόταν τι θα συνέβαινε στην εποχή μας ο Μονταίνιος, όταν μιλούσε για πολυκακογραφία, «ένα σύμπτωμα ενός αιώνα υπερβολής» (!), και τη μεμφόταν: «Τι πρέπει να παράγει η πολυλογία όταν το τραύλισμα μιας λυμένης γλώσσας καταπλάκωσε τον κόσμο με ένα τόσο φρικτό φόρτωμα τόμων; Τόσα λόγια για τα λόγια και μόνο!…». (Δοκίμια, Γ΄ 270)

Ο Μίλαν Κούντερα έγραφε στο Βιβλίο του γέλιου και της λήθης (1978): «Η γραφομανία (η μανία να γράφεις βιβλία) αποκτά μοιραία διαστάσεις επιδημίας όταν η κοινωνική εξέλιξη εκπληρώνει τρεις βασικούς όρους: (…) Την εποχή της παγκόσμιας γραφομανίας το γράψιμο ενός βιβλίου έχει αντίθετη έννοια: ο καθένας περιβάλλεται από τις δικές του λέξεις σαν από τοίχους-καθρέφτες που δεν αφήνουν να διεισδύσει καμία φωνή απ’ έξω» (σ. 127-128). «Η ασυγκράτητη εξάπλωση της γραφομανίας ανάμεσα στους πολιτικούς, τους ταξιτζήδες, τις λεχώνες, τις ερωμένες, τους φονιάδες, τους κλέφτες, τις πόρνες, τους νομάρχες, τους γιατρούς και τους ασθενείς μού αποδεικνύει πως κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έναν δυνητικό συγγραφέα, έτσι που σύσσωμο το ανθρώπινο γένος θα μπορούσε δικαιωματικά να βγει στους δρόμους και να φωνάξει: Είμαστε όλοι συγγραφείς! (…) Όταν κάποιο πρωί (και σύντομα θα γίνει αυτό) ο καθένας θα ξυπνήσει συγγραφέας, θα έχει φτάσει η εποχή της παγκόσμιας κουφαμάρας και της παγκόσμιας ασυνεννοησίας» (σ. 146).

Έτσι, ο Πέτρος Μαρτινίδης στο δοκίμιό του «Το τέλος της παραλογοτεχνίας…» γράφει: «Μέσα στον αδιαφοροποίητο “πολτό”, με τον κάθε αναγνώστη να δικαιούται να “ξαναγράψει” ένα αριστούργημα από μια ασημαντότητα ή να “ξαναγράψει” μια Μπάρμπαρα Κάρτλαντ από έναν Προυστ, δύσκολα προκύπτει το διαφοροποιημένο (από εκείνο που άρχιζε την ανάγνωση) άτομο».

Το ίδιο ισχύει και για ανόητα φαινόμενα στην τέχνη για τα οποία έγραψε το δοκίμιο «Η αρχαία τραγωδία στη δίνη πειραματισμών» (τχ. 151, Ιούνιος 2023), όπου μεταμοντέρνοι καλλιτέχνες οδηγούν «το τραγικό στο γελοίο» ή επέκρινε την αηδιαστική «τέχνη» του Γκούντερ φον Χάγκενς στο Κριτική και Ευαισθησία. Ενώ προφανώς συμφωνεί με τον Κούντερα στην αξιολόγηση του «επιβλητικά ερωτικού πίνακα» του Πικάσο Μια γυναίκα που κατουράει (βλ. «Η ωμότητα και η ομορφιά», Συνάντηση, σ. 133). Άλλωστε, «η χυδαιότητα αρχίζει μόνο όταν αρχίζει η λεπτότητα. Και η ξεδιαντροπιά, από τη στιγμή που υπάρχει η ντροπή» (Φερνάντο Πεσσόα, Marginalia47).

sel8

Πέτρος Μαρτινίδης, σχέδιο του Αρκά.

Είναι γνωστή η παρρησία του και το γνήσια κριτικό έργο του. Αποφεύγει την αρνητική κριτική, ωστόσο όταν χρειαστεί να ασκήσει αυστηρή κριτική είναι σκληρός αλλά δίκαιος. Πρόσφατο παράδειγμα η κακοποίηση του μνημειώδους έργου του Χάρολντ Μπλουμ Σαίξπηρ: Η επινόηση του ανθρώπινου από κάποιους εισβολείς («Χάρολντ Μπλουμ: Ο επιμελητής ως εισβολέας», τχ. 152, Ιούλ.-Αύγ. 2023). Όμως το «Περίπτωση στραγγαλισμού» (τχ. 91, Ιαν. 2018), αποδίδει με έξοχο σατιρικό τρόπο την μάστιγα της πολυκακογραφίας και των κοσμικών εκδηλώσεων όπου παρουσιάζονται κείμενα που στραγγαλίζουν την λογοτεχνία. Σε αυτό το διήγημα του Μαρτινίδη, ο καθηγητής ιστορίας της λογοτεχνίας που θα παρουσίαζε ένα κακογραμμένο από έναν μωροφιλόδοξο τραπεζικό αστυνομικό μυθιστόρημα με αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «τον βούτηξε με τα δυο χέρια από τον λαιμό και ουρλιάζοντας: “Να, έτσι στραγγαλίζουν, έτσι, έτσι, έτσι!”, [και] περάτωσε την επίδειξη ορθού στραγγαλισμού, χωρίς να προλάβει κανείς να τον σταματήσει εγκαίρως».

Ο Πέτρος Μαρτινίδης δεν είναι άπληστος αναγνώστης, είναι εκλεκτικός αναγνώστης. Όπως θα έλεγε ο Πεσσόα, «κουλτούρα δεν είναι διαβάζω πολύ, ούτε ξέρω πολλά, αλλά γνωρίζω πολλά». Εξάλλου ἡ γὰρ τῶν λόγων κρίσις πολλῆς ἔστι πεῖρας τελευταῖον ἐπιγέννημα (Λογγίνου, Περί ύψους, 6). Γνωρίζει το «Βιβλίο από άμμο» του Μπόρχες, με τις άπειρες σελίδες, που εξαφανίζονταν για να επανεμφανιστούν άλλες, και την τύχη του, την υποτιθέμενη ηθελημένη εξαφάνισή του από τον Μπόρχες (Άπαντα τα πεζά ΙΙ, 208-213), ωστόσο ο Μαρτινίδης δεν θα μπορέσει ποτέ να διαπράξει μια τέτοια εξαφάνιση. Αντ’ αυτού θα γράψει ένα επιστημονικό δοκίμιο όπως το «Με όριο το άπειρο» (τχ. 59,  Φεβρ. 2015).

Ξαναδιαβάζοντας τον ποταμό των δοκιμίων του Μαρτινίδη παρατηρούμε πως έχουν αλλάξει, δηλαδή αλλάξαμε εμείς. Και παρότι επικοινωνούμε με τα κείμενα, προτιμούμε τις τακτικές συζητήσεις μαζί του: γινόμαστε πλουσιότεροι. Συνεπώς, και εμείς και οι αναγνώστες της Athens Review of Books αδημονούμε να διαβάσουμε τα επόμενα 200 δοκίμιά του.0

Πηγή: https://athensreviewofbooks.com/arxeio/teyxos154/5400-o-syggrafeas-anagnostis-petros-martinidis

Γερμανία: ώρα μηδέν


Volker
 UllrichΟκτώ μέρες του Μάη. Η τελευταία εβδομάδα του Τρίτου Ράιχ, μτφρ. Σίσσυ Παπαδάκη, Gutenberg, Αθήνα 2023, σελ. 370

Ο πόλεμος αρχίζει όταν θέλεις, αλλά δεν τελειώνει όταν θέλεις.
Νικολό Μακιαβέλι

Κάποιες ημερομηνίες έχουν σημαδέψει την παγκόσμια ιστορία: 4 Ιουλίου 1776 η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, 14 Ιουλίου 1789 η πτώση της Βαστίλης, 11 Νοεμβρίου 1918 το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, ενδεικτικά. Εν σειρά ημερομηνίες είναι πιο σπάνιες. Οι «Τρεις Ένδοξες» των Γάλλων, για τις μέρες της 27ης, 28ης και 29ης Ιουλίου 1830, οι οποίες έφεραν την ανατροπή του Καρόλου Ι΄ και εμβληματικά αποτυπώθηκαν στον πίνακα του Ντελακρουά «Η ελευθερία οδηγεί τον λαό», ή Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, όπως τιτλοδότησε το βιβλίο των εμπειριών του από τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 1917 ο σοσιαλιστής αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Ριντ.

Το βιβλίο του γερμανού δημοσιογράφου και ιστορικού Φόλκερ Ούλριχ αφορά τις μέρες από την αυτοκτονία του Χίτλερ, στις 30 Απριλίου 1945, έως την άνευ όρων παράδοση των Γερμανών τη νύχτα της 8ης Μαΐου. Τα κεφάλαιά του αναφέρονται σε κάθε μία απ’ αυτές, με τον πρόλογο να συνοψίζει τις τελευταίες ώρες των ηγετών του ναζισμού. Πρόκειται για την καταγραφή ενός αποτρόπαιου παραλογισμού. Τίποτα δεν είναι καινούργιο και πολλά από τα επεισόδια των ημερών έχουν αποτελέσει θέμα ιστορικών μελετών ή μυθιστορημάτων, κινηματογραφικών ταινιών ή ντοκιμαντέρ. Αλλά «ο διάβολος (κυριολεκτικά εν προκειμένω) κρύβεται στις λεπτομέρειες» κι ο Ούλριχ ανατρέχει σε μαρτυρίες ή σε ημερολόγια κάποιων που έζησαν τότε, για να εκθέσει με ακρίβεια το χάος, τους περιττούς σκοτωμούς (καθώς κρατούμενοι και φύλακες εγκατέλειπαν φύρδην-μίγδην ορισμένα στρατόπεδα) και, κυρίως, την εμετικά ακαριαία αποβολή κάθε φιλοναζιστικού αισθήματος από πλευράς γερμανικού λαού. «Την άνοιξη του 1945, όταν πια είχαν καταλάβει ολόκληρη τη Γερμανία, οι Σύμμαχοι ανακάλυψαν κάτι καταπληκτικό: βρίσκονταν σε μια χώρα όπου δεν υπήρχε ούτε ένας εθνικοσοσιαλιστής!» (σ. 301).

Γεννημένος το 1943 στο Τσέλε, πόλη κοντά στο Ανόβερο, ο συγγραφέας θα μεγάλωσε προφανώς μέσα στο κλίμα των μεταπολεμικών δυσχερειών της χώρας του και της πρόφασης ότι «για όλα τα εγκλήματα ευθυνόταν ο Χίτλερ, ο Χίμλερ και η συμμορία των SS», ενώ οι ίδιοι οι Γερμανοί ήταν πάντα «εργατικοί και νομοταγείς πολίτες, που δεν έκαναν τίποτα για να αξίζουν τόσα βάσανα»! Αλλά στις αρχές Απριλίου 1945, στη διάρκεια ενός βομβαρδισμού της γενέθλιας πόλης του, όταν κάποιοι κρατούμενοι κατάφεραν να αποδράσουν, εκτός από τα SS βρήκαν πολλούς απλούς πολίτες και 15χρονα μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας να τους κυνηγούν και να τους δολοφονούν μέσα στο δάσος όπου είχαν καταφύγει (σ. 220). Κτηνωδία η οποία έμεινε με τον ευφημισμό «κυνήγι λαγού στο Τσέλε» (υποσημ. 6, σ. 324). Όποτε και αν πληροφορήθηκε αυτό το επεισόδιο ο συγγραφέας, ως παιδί ή ως ιστορικός πολύ αργότερα, δεν θα τον άφησε ασυγκίνητο.

Το 1996, εξάλλου, ήταν από τους λίγους Γερμανούς που υποστήριξαν το βιβλίο του Daniel Goldhagen Hitlers Willing Executioners,[1] το οποίο ξεσήκωσε ποικίλες αντιδράσεις, καθώς απέδιδε στη συντριπτική πλειονότητα του γερμανικού λαού έναν «εξολοθρευτικό αντισημιτισμό», ως εκκοσμικευμένη εκδοχή μεσαιωνικών συμπεριφορών πριν κι από τα κηρύγματα του Λούθηρου. Ο Ούλριχ μεταφέρει πολλά στοιχεία από το βιβλίο του Γκολντχάγκεν, επιβεβαιώνοντάς τα (σ. 216-217), για τις φοβερές εξοντώσεις κρατουμένων ενόσω προήλαυνε ο Κόκκινος Στρατός.

Αυτό, ακριβώς, είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου, αλλά και το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν στη διάρκεια των «οκτώ ημερών» οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Γ΄ Ράιχ, οι οποίοι είχαν σχηματίσει ένα είδος κυβέρνησης υπό τον ναύαρχο Καρλ Ντένιτς στην πόλη Φλένσμπουργκ, κοντά στα σύνορα με τη Δανία: πώς να φυγαδεύσουν στα δυτικά τις στρατιές τους, ώστε να μην παραδοθούν στους Ρώσους, και πώς να εξαφανίσουν τα τεκμήρια των κολοσσιαίων εγκλημάτων τους. Ήγουν, πώς να τελειώσουν έναν πόλεμο που, όταν τον άρχιζαν, τον φαντάζονταν να λήγει με τους Γερμανούς κυρίαρχους κι όλους τους άλλους λαούς δούλους, το Βερολίνο πρωτεύουσα της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, και το Λιντς, τη γενέτειρα του Χίτλερ, στολισμένο με ένα μεγαλειώδες μουσείο και τα έργα τέχνης που λήστευαν απ’ όποια χώρα καταλάμβαναν.[2]

Η ήττα είχε αρχίσει να προδιαγράφεται από τον χειμώνα του 1943, μετά την υποχώρηση στο Στάλινγκραντ, αλλά ο μεγάλος πανικός εξαιτίας της ήρθε στα τέλη του ’44. Την άνοιξη του ’45 ο πανικός έγινε ιλιγγιώδης. Η ναζιστική μισαλλοδοξία μεταστρεφόταν σε τρόμο, η αλαζονεία σε δουλικότητα προς τους νικητές. «Για τον καθένα μας εδώ μέσα, η λέξη “Αμερικανός” θα ακούγεται εφεξής σαν μια υπέροχη μελωδία», δήλωνε ένας κρατούμενος του Νταχάου[3] την επομένη της απελευθέρωσής του από τους Αμερικανούς (σ. 30). Αλλά το ίδιο μουσικό αφτί είχαν και οι απλοί Γερμανοί. Παρά τα όσα δήλωναν αργότερα, ήξεραν τι είχαν κάνει τα στρατεύματά τους στα σοβιετικά εδάφη και είχαν κάθε λόγο να προτιμούν να παραδοθούν στους Δυτικούς Συμμάχους. Τα ποσοστά επιβίωσης όσων κατέληγαν αιχμάλωτοι των Δυτικών, στα λεγόμενα «Λιβάδια του Ρήνου» (σ. 171), παρέμειναν πολύ υψηλότερα απ’ ό,τι όσων αιχμαλωτίζονταν από Ρώσους. Σε περιοχές που καταλάμβαναν οι Σοβιετικοί, οι λεηλασίες και οι βιασμοί ήταν δεδομένοι. Ο ανδροκρατούμενος κόσμος των ναζί γκρεμιζόταν κι όταν ρώσοι στρατιώτες άρπαζαν γυναίκες κάθε ηλικίας, οι παριστάμενοι τις παρότρυναν να δεχτούν τη μοίρα τους. «Πηγαίνετε να τελειώνουμε, πριν μας βάλετε όλους σε κίνδυνο», έλεγαν (σ. 136). Τα θύματα βιασμών «μπορεί να έφτασαν τα δύο εκατομμύρια» (σ. 139).

Όλη η ελπίδα της «κυβέρνησης Ντένιτς» ήταν να επιτύχει χωριστή ειρήνη με τους Δυτικούς, ώστε οι εναπομένουσες γερμανικές δυνάμεις, σε συνεργασία μαζί τους, να στραφούν κατά των Σοβιετικών (σ. 269). Κάτι που το φοβόταν και ο Στάλιν. Γι’ αυτό και κοίταζε καχύποπτα κάθε καθυστέρηση στην αμερικανική προέλαση∙ γι’ αυτό έβαλε στις 9 Μαΐου τον στρατάρχη Κάιτελ να υπογράψει στο Βερολίνο την άνευ όρων παράδοση, την οποία στις 8 Μαΐου είχε ήδη υπογράψει ο στρατάρχης Γιοντλ, παρουσία σοβιετικού εκπροσώπου (με την ημέρα της νίκης να εορτάζεται στη Μόσχα μία μέρα μετά τον εορτασμό της στη Δύση)∙ γι’ αυτό και διακήρυσσε ότι «ο Χίτλερ κατάφερε να φύγει από το Βερολίνο και κρύβεται μαζί με τον Μπόρμαν», μολονότι οι μυστικές υπηρεσίες του Λαβρέντι Μπέρια είχαν αναγνωρίζει τα πτώματα του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν (σ. 92-93). Η ιδέα ότι η τύχη του Χίτλερ παρέμενε άγνωστη στιγμάτιζε τους Δυτικούς. Και με τον ναζισμό πάντα έτοιμο να επανεμφανιστεί, ο κομμουνισμός δικαιωνόταν ως ο μόνος απηνής διώκτης του.

Δεν ήταν λίγα, πάντως, τα καθάρματα που πράγματι διέφυγαν ή προσπάθησαν να διαφύγουν στη Δύση. Ο Ούλριχ μνημονεύει αρκετά από τα πιο επιφανή, αλλά και από τα λιγότερο γνωστά, που είτε κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Νότιο Αμερική είτε γλίτωσαν πουλώντας τις ειδικές τους δεξιότητες στις ΗΠΑ είτε, τέλος, συνελήφθησαν και πέρασαν από δίκες, αλλά τιμωρήθηκαν με μέτριες ποινές. Από τα γνωστότερα της πρώτης κατηγορίας ο Άντολφ Άιχμαν, που έζησε με ψεύτικο όνομα στην Αργεντινή μέχρι να τον απαγάγουν από εκεί πράκτορες της Μοσάντ και να εκτελεστεί το 1962 στο Ισραήλ (σ. 206)∙ από τα πιο διάσημα της δεύτερης ο Βέρνερ φον Μπράουν και οι εφευρέτες πυραύλων V2, οι οποίοι «έπαιξαν τον ρόλο του απολίτικου επιστήμονα» (σ. 106) κι εξαγόρασαν με την τεχνογνωσία τους λαμπρές καριέρες στις ΗΠΑ, καίτοι εξέτρεφαν την ελπίδα του Χίτλερ να αντιστρέψει με ένα υπερόπλο την έκβαση του πολέμου του∙ κι από εκείνα της τρίτης κατηγορίας ο αρχιτέκτονας Άλμπερτ Σπέερ, που γλίτωσε με 20 χρόνια φυλάκισης, ενώ ήταν υπεύθυνος για χιλιάδες θανάτους αιχμαλώτων σε καταναγκαστική εργασία, ή ο στρατάρχης Άλμπερτ Κέσερλινγκ, επικεφαλής των στρατευμάτων στη Βόρειο Ιταλία κι εκτελεστής αμάχων, ο οποίος παρέδωσε άνευ όρων τις σχεδόν εξακόσιες χιλιάδες άνδρες του στις 29 Απριλίου, μία εβδομάδα πριν την τελική παράδοση, και «στις δίκες της Νυρεμβέργης κλήθηκε ως μάρτυρας αντί να βρίσκεται μεταξύ των κατηγορουμένων» (σ. 95-96).

Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης του Αμβούργου Καρλ Κάουφμαν. Πιστός εθνικοσοσιαλιστής σε όλη τη διάρκεια των βομβαρδισμών της πόλης, υπερασπιστής της ιδέας μιας πόλης που θα έμενε απόρθητο φρούριο και υπεύθυνος για συλλήψεις κι εκτοπίσεις προς εξόντωση των χιλιάδων Εβραίων κατοίκων της, κατάφερε να πουλήσει τον μύθο του «καλού γκαουλάιτερ», που αντιστάθηκε στην καταστροφική μανία του Φύρερ. Παρέδωσε την πόλη αμαχητί, τελικά, συνελήφθη από τους Βρετανούς κι έμεινε αιχμάλωτος μέχρι το 1948, χωρίς να περάσει ποτέ από κανένα δικαστήριο, για να ζήσει στο Αμβούργο ως διευθυντής ασφαλιστικής εταιρείας, «πλούσιος και αξιοσέβαστος πολίτης ώσπου να πεθάνει το 1969» (σ. 121-128).

ΟΟύλριχ καταγράφει χωρίς να κρίνει και πουθενά δεν μιλά για «καθάρματα». Συχνά, πάντως, προδίδει απέχθεια για πολλά πρόσωπα, όπως και συμπάθεια για άλλα. Παραθέτει με σαφώς ειρωνική διάθεση αποσπάσματα από ημερολόγια πολιτών ή δηλώσεις γερμανών στρατιωτικών, για το ότι «ποτέ άλλοτε πολιτισμένος λαός δεν υπέστη τόσο σκληρά πλήγματα» (σ. 119) ή ότι «η Βέρμαχτ και ο γερμανικός λαός υπέφεραν και υπέμειναν περισσότερα απ’ ό,τι ποτέ άλλος λαός» (σ. 242). Πέρα από την εμφανή απουσία κάθε συνείδησης για τα δεινά των λαών που είχαν υποστεί τη γερμανική κατοχή, εμφανής είναι επίσης η αποστροφή του συγγραφέα για άτομα όπως ο γκαουλάιτερ του Μπρεσλάου Καρλ Χάνκε, που υποστήριζε με πάθος την «μέχρι τέλους ενότητα και αγώνα ενάντια στον μπολσεβικισμό» (σ. 228), αλλά τη νύχτα της 6ης Μαΐου δοκίμασε να δραπετεύσει (με πολύ κακή κατάληξη, όπως του άξιζε).

Ανάλογα με το πού και σε τι συνθήκες τους βρήκαν οι «8 μέρες», ο Ούλριχ παρουσιάζει, με σύντομες αναφορές στο παρελθόν τους ή στη μετέπειτα τύχη τους, διάφορες επιφανείς προσωπικότητες της πολιτικής ζωής της Γερμανίας. Όπως ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο Βίλι Μπραντ ή ο Χέλμουτ Σμιτ, του οποίου τη σταθερή πεποίθηση πως «η Βέρμαχτ δεν είχε καμιά σχέση με εθνικοσοσιαλιστικές επιρροές» δεν παραλείπει να επισημάνει (σ. 165). Κι επίσης όσους αξιοποίησαν την παλιά τους στράτευση στο ΚΚΓ για να λάβουν ηγετικές θέσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπως ο Βάλτερ Ούλμπριχτ, με «απόλυτη υπακοή στις οδηγίες του Στάλιν» (σ. 87), ή ο Έριχ Χόνεκερ, πιστό μέλος του ΚΚΓ και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ο οποίος φυλακίστηκε το 1993, ως υπεύθυνος για τον θάνατο Ανατολικογερμανών πολιτών ενόσω παρέμενε το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Όρο που, όπως μαθαίνουμε, είχε εισαγάγει ο Γκέμπελς τον Φεβρουάριο του 1945 και επαναλάβει ο Αντενάουερ τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου (σ. 103 και 158), πριν ο Τσόρτσιλ τον καθιερώσει ως σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, τον Μάρτιο του 1946.

Άλλοτε επιφυλακτικός και άλλοτε εγκωμιαστικός για το κουράγιο τους, ο Ούλριχ παρουσιάζει επίσης τις συμπεριφορές διαφόρων άλλων προσωπικοτήτων, στο ίδιο διάστημα. Όπως η αμερικανίδα φωτορεπόρτερ Λι Μίλερ, η οποία συνόδευε τον αμερικανικό στρατό στην πρώτη γραμμή πυρός, φωτογράφισε την απελευθέρωση του Μπούχενβαλντ και τα ερείπια του διάσημου «εξοχικού» του Χίτλερ στο Μπέργκχοφ, αλλά είχε την κακόγουστη ιδέα να φωτογραφηθεί στη μπανιέρα του σπιτιού του Χίτλερ στο Μόναχο, σε μια «μακάβρια σκηνοθεσία» (σ. 153)∙ ή όπως η γερμανίδα σταρ του Χόλιγουντ Μάρλεν Ντίτριχ, εξαρχής ενάντια στους ναζί, η οποία επίσης συνόδευσε τους αμερικανούς στρατιώτες, τραγουδώντας γι’ αυτούς στις ανάπαυλες των μαχών, αλλά έχοντας και μια αδελφή να αναζητεί στα ερείπια της χιτλερικής Γερμανίας. Κι όπως διαπίστωσε, μάλλον αμήχανη (σ. 246-250), η αδελφή της όχι μόνο δεν είχε υποφέρει ή εκτελεστεί, αλλά, χάρη στην εύνοια του Γκέμπελς προς τον γαμπρό της, διαχειριζόταν μια κινηματογραφική αίθουσα έξω από το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν για να διασκεδάζουν οι δεσμοφύλακές του. Εγκωμιαστικότερα, σαφώς, είναι τα σχόλια για τον γιο του Τόμας Μαν, τον Κλαους Μαν, που από το 1942 είχε τεθεί στην υπηρεσία του αμερικανικού στρατού, συνοδεύοντάς τον σε διάφορα μέτωπα και γράφοντας «οξυδερκέστατα κείμενα» (σ. 154) για τον εκπνέοντα ναζισμό.

Αδρομερώς, ο Ούλριχ παρουσιάζει επίσης τις συνθήκες εκείνων των ημερών στην Πράγα, με την εξέγερση τη νύχτα της 5ης προς 6η Μαΐου και τις φρικαλεότητες ενός ναζισμού που συνέχιζε να εξοντώνει, καίτοι όλα είχαν τελειώσει (σ. 186-190), ή εκείνες στο Άμστερνταμ, όπου επί σχεδόν τρία χρόνια κρυβόταν η Άννα Φρανκ και η οικογένειά της, για να προδοθούν την τελευταία στιγμή από ολλανδούς φασίστες και να ακολουθήσουν την τύχη των 40.000 Εβραίων της πόλης (σ. 256-260), μαζί με τα εκατομμύρια των άλλων Εβραίων της Ευρώπης.

Τελικά, το μεγάλο παράπονο του Ούλριχ, ως ανθρώπου που γεννήθηκε στην κρίσιμη καμπή του πολέμου και ως δημοκρατικών αντιλήψεων ιστορικού, είναι ότι «τη Γερμανία χρειάστηκε να την απελευθερώσουν ξένοι, γιατί οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν είχαν τη δύναμη να το κάνουν» (σ. 283). Κάτι ανάλογο δήλωνε και ο Τόμας Μαν από τη μακρινή Καλιφόρνια, στις 10 Μαΐου του 1945: «αν η Γερμανία είχε καταφέρει να απαλλαγεί μόνη της από το τοξικό τέρας του εθνικοσοσιαλισμού, θα ήταν πολύ καλύτερα». Το να γίνει η σημερινή Γερμανία δημοκρατική, ειρηνική και ευημερούσα χώρα οφείλεται σε μια ομοψυχία των αμέσως μετά τον πόλεμο Γερμανών. Ομοψυχία η οποία, κατ’ ουσία, δεν απείχε πάρα πολύ από τη δωδεκαετή ευθυγράμμισή τους με τα χιτλερικά σχέδια. Εκ των πραγμάτων, η νέα πεισματική ομοθυμία διοχετεύτηκε σε ειρηνικούς στόχους. Αλλά η διαφορά είναι τεράστια. Αν το είχαν κάνει εξαρχής, με την κυβέρνηση της Βαϊμάρης, ο κόσμος θα ήταν αλλιώτικος σήμερα.

Ο συγγραφέας των «οκτώ ημερών» δεν κάνει τέτοιο σχόλιο. Ανάμεσα στις γραμμές του όμως, ιδίως στις τελευταίες σελίδες (304-306), κάτι τέτοιο συμπεραίνει. Η μεγάλη οικονομική ενίσχυση των Αμερικανών στην Ομοσπονδιακή Γερμανία ή η επίσημη δέσμευση της Λαοκρατικής, ως μέρους του ανατολικού μπλοκ, στον αγώνα κατά του φασισμού, απάλλαξαν τους Γερμανούς από την υποχρέωση να αναλογιστούν την εμπλοκή τους με τον ναζισμό. Τεχνογνωσία και πολυπραγμοσύνη έγιναν όπλα που ανέδειξαν σε άλλα πεδία την αξία της χώρας κι επέτρεψαν στους Γερμανούς των μεταπολεμικών δεκαετιών να κοιτούν απαθώς τις φρικαλεότητες των γονιών τους. Με αρκετές κρίσιμες εξαιρέσεις, τουλάχιστον, όπως ο Φόλκερ Ούλριχ.


[1] Ντάνιελ Τζόνα Γκολντχάγκεν, Πρόθυμοι δήμιοι: οι εκτελεστές του Χίτλερ. Οι καθημερινοί Γερμανοί και το Ολοκαύτωμα, μτφρ. Τάσος Ρόκας, Τερζόπουλος, Αθήνα 1998.

[2] Βλ. σ. 274-279, για την ειδική μονάδα του αμερικανικού στρατού «Μνημείων Άνδρες», η οποία σχηματίστηκε για να εντοπίσει έναν τεράστιο αριθμό πινάκων και άλλων καλλιτεχνικών θησαυρών που είχαν αποθηκευτεί, με αυτή την προοπτική, στα αλατωρυχεία της αυστριακής κοινότητας της Αλτάουζε.

[3] Στρατοπέδου στο οποίο κρατούνταν γνωστοί αλλοδαποί, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Λεόν Μπλουμ ή ο Έλληνας στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, με την αγωνία αν μέσα στις επόμενες ημέρες έρχεται «η απελευθέρωση ή εξόντωσή τους την τελευταία στιγμή» (σ. 176-177).

Πηγή: https://athensreviewofbooks.com/arxeio/teyxos153/5378-germania-ora-miden

Κάντε το σωστό

bund A

Μογκιλιόφ Λευκορωσίας, Αύγουστος 1941. Εβραίοι καθ’ οδόν προς την καταναγκαστική εργασία. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τους Γερμανούς, ενώ ταυτόχρονα γίνονταν γυρίσματα του φιλμ για υποχρεωτική προβολή στα εβδομαδιαία Επίκαιρα (Wochenschau). Αυτή και οι υπόλοιπες είναι μερικές από τις αγνώστου αριθμού αριθμού εικόνες ναζιστικών θηριωδιών που εμπορεύεται από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα το Bundesarchiv.



Το ζήτημα του αθέμιτου εμπορίου των τεκμηρίων των ναζιστικών εγκλημάτων έθεσε από τις σελίδες της αμερικανικής επιθεώρησης 
The New York Review ο διευθυντής της Athens Review of Books Μανώλης Βασιλάκης, με τίτλο «Επαίσχυντα κέρδη», τον περασμένο Απρίλιο. Ακολουθεί η αμήχανη απάντηση του Bundesarchiv μέσω επιστολής στην NYR της 17 Αυγούστου 2023. Όπως διαφαίνεται θα αναγκαστούν τελικά να κάνουν το σωστό.


Απάντηση του Bundesarchiv
Στο τεύχος σας της 20ής Απριλίου 2023, η New York Review δημοσίευσε μια επιστολή [Μανώλης Βασιλάκης, «Επαίσχυντα κέρδη»], στην οποία το Bundesarchiv (Ομοσπονδιακά Αρχεία) κατηγορείται πως «αποκομίζει κέρδη από τα τεκμήρια των εγκλημάτων των Ναζί κατά της ανθρωπότητας». Απορρίπτουμε αυτή την κατηγορία και διατυπώνουμε την ακόλουθη θέση.

Το Bundesarchiv είναι υποχρεωμένο να επιβάλλει μια ειδική χρέωση σύμφωνα με τον κανονισμό του Υφυπουργού Επικρατείας στην Καγκελαρία, αρμόδιου για θέματα Πολιτισμού και Μέσων, στην χρήση φωτογραφιών από την συλλογή των Ομοσπονδιακών Αρχείων. Αυτός ο κανονισμός προβλέπει ότι η χρήση των φωτογραφιών για μη εμπορικούς σκοπούς είναι δωρεάν. Για τον λόγο αυτόν η δήλωση πως «οποιοσδήποτε θέλει να αναδημοσιεύσει κάποια από αυτές τις φωτογραφίες των θηριωδιών των Ναζί, … πρέπει να πληρώσει στο Bundesarchiv ένα ποσόν που κυμαίνεται από 45 έως 400 ευρώ» δεν ισχύει σε αυτή την περίπτωση. Για παράδειγμα, τα άτομα και οι οργανισμοί που εργάζονται στην ιστορικο-πολιτική εκπαίδευση, όπως τα κέντρα μνήμης, τα σχολεία και τα μουσεία, εξαιρούνται από αυτήν την χρέωση.

Μόνο η χρήση φωτογραφιών από το Bundesarchiv για εμπορικούς σκοπούς υπόκειται σε χρέωση. Σε αυτήν περιλαμβάνεται η εργασία των ανεξάρτητων δημοσιογράφων η οποία εντέλει έχει στόχο την αποκόμιση κέρδους. Οι χρεώσεις δεν αποτελούν άδειες ή «πώληση» των φωτογραφιών. Τα ιδιωτικά φωτογραφικά πρακτορεία επανειλημμένως τα προηγούμενα χρόνια επέμειναν στην διατήρηση των χρεώσεων για την χρήση φωτογραφιών από τα Ομοσπονδιακά Αρχεία, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα έχαναν μια σημαντική βάση της επιχείρησής τους.

Τα Ομοσπονδιακά Αρχεία δεν ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την υποχρέωση πληρωμής της χρέωσης για την εμπορική χρήση φωτογραφιών για την περίοδο μέχρι το 1945. Κατά την διάρκεια διαβουλεύσεων για τους τρέχοντες κανόνες χρεώσεων, τα Ομοσπονδιακά Αρχεία εξέφρασαν την στήριξή τους για την εξαίρεση από την χρέωση για την μη εμπορική χρήση φωτογραφιών καθώς και για την χρήση εγγράφων. Εξετάστηκαν και τα δύο.

Τα Ομοσπονδιακά Αρχεία συνεργάζονται στενά με οργανισμούς μνήμης του εξωτερικού, όπως το Yad Vashem και το Μουσείο Ολοκαυτώματος στις ΗΠΑ (United States Holocaust Memorial Museum) εδώ και δεκαετίες. Υπερβαίνοντας κατά πολύ το καταστατικό τους, τα Ομοσπονδιακά Αρχεία συμμετέχουν ενεργά σε πολυάριθμα και διαρκή μέτρα για την κατανόηση της Εθνικοσοσιαλιστικής Ιστορίας, για παράδειγμα με την παροχή και διατήρηση του διαδικτυακού βιβλίου μνήμης «Θύματα των διώξεων των Εβραίων κατά την εθνικοσοσιαλιστική τυραννία στη Γερμανία 1933-1945» ή με την συμμετοχή στο πρότζεκτ Ευρωπαϊκή Υποδομή Έρευνας Ολοκαυτώματος (European Holocaust Research Infrastructure). Για χρόνια τα Ομοσπονδιακά Αρχεία έχουν επικεντρωθεί στην ψηφιοποίηση εγγράφων της περιόδου μεταξύ 1933 και 1945 με σκοπό να δοθεί πρόσβαση στο διαδίκτυο όχι μόνο στους οργανισμούς μνήμης αλλά και στο κοινό.

Σε στενή συνεργασία με τον Υφυπουργό Επικρατείας στην Καγκελαρία, αρμόδιο για θέματα Πολιτισμού και Μέσων, που είναι και η ανώτερη αρχή, τα Ομοσπονδιακά Αρχεία αναζητούν τρόπους κατάργησης της υποχρέωσης καταβολής πληρωμής και για την εμπορική χρήση φωτογραφιών από την περίοδο μέχρι το 1945.

Δρ. Ρόμπιν Μίσρα
Διευθυντής Επικοινωνίας
Bundesarchiv
Βερολίνο, Γερμανία


Ο Μανώλης Βασιλάκης απαντά:
Ο δρ. Ρόμπιν Μίσρα δυστυχώς δεν απαντά στο ζήτημα που έθεσα. Αντ’ αυτού επαναλαμβάνει τους κανονισμούς που βρίσκονται στον ιστότοπο του Bundesarchiv. Επί της ουσίας: οι γενικοί κανόνες που επαναλαμβάνει ο δρ. Ρόμπιν Μίσρα εκ μέρους του Bundesarchiv είναι οι γενικοί κανονισμοί οι οποίοι αφορούν όλο το ιστορικό υλικό αδιακρίτως, είτε προπολεμικό, είτε μεταπολεμικό, είτε υλικό από το Ολοκαύτωμα. Η επιστολή μου αναφέρεται συγκεκριμένα στο τελευταίο. Το θέμα δεν αφορά ιδιωτικό αρχειακό υλικό ή επαγγελματικές ιστορικές φωτογραφίες, όπως, για παράδειγμα, από την περίοδο Αντενάουερ. Μιλάω για φωτογραφίες των εγκλημάτων των Ναζί μέχρι το 1945 που τραβήχτηκαν από στρατιωτικούς φωτογράφους οι οποίοι δούλευαν για το ναζιστικό καθεστώς ή από ιδιώτες Ναζί φωτογράφους. Ιδίως αμφισβήτησα αν το Bundesarchiv έχει το ηθικό ή νομικό δικαίωμα να αποκομίζει κέρδος από το copyright αυτών των συγκεκριμένων φωτογραφιών. Το αν το θεωρούμε πωλήσεις, ή ενοικίαση, ή άδεια χρήσης ή οτιδήποτε άλλο, δεν έχει νόημα. Όποιον νομικό όρο και αν χρησιμοποιήσουμε, η εμπορική χρήση του συγκεκριμένου υλικού από το Bundesarchiv είναι επαίσχυντη.

Χαίρομαι ωστόσο που πληροφορούμαι ότι «σε στενή συνεργασία με τον Υφυπουργό Επικρατείας στην Καγκελαρία, αρμόδιο για θέματα Πολιτισμού και Μέσων, που είναι και η ανώτερη αρχή, τα Ομοσπονδιακά Αρχεία αναζητούν τρόπους κατάργησης της υποχρέωσης καταβολής πληρωμής και για την εμπορική χρήση φωτογραφιών από την περίοδο μέχρι το 1945». Αναμένω την απάντησή τους. Δεν θα πρέπει να χρειαστούν άλλα εβδομήντα οκτώ χρόνια για να κάνει το Bundesarchiv το σωστό.


Τα πρωτότυπα κείμενα όπως δημοσιεύθηκαν στην New York Review βρίσκονται στα λινκ:

Shameful Profits

Manolis Vasilakis

 Do the Right Thing

Dr. Robin Mishra, reply by Manolis Vasilakis

Οι Ομπρέλες του Χερβούργου

Ειλικρινώς, πιστεύει άραγε κανείς ότι η γαλλική φαρσοκωμωδία που εκτυλίσσεται τις μέρες αυτές στην Πλας ντε Κουμουντούρ ενδιαφέρει τον οποιοδήποτε; Ενδιαφέρει ίσως τους θεατρίνους και τους κομπάρσους επί σκηνής. Ενδιαφέρει και κάποιους κριτικούς δημοσίων θεαμάτων στις εφημερίδες που αν δεν βρουν κάτι να γράψουν παύουν να εισπράττουν. Αλλά από κει και πέρα η πλατεία είναι άδεια. Δεν υπάρχει κοινό. Όσο κι αν τινάζει το corps de ballet τα φρου-φρου του, όσο κι αν στροβιλίζονται στους προβολείς οι παρδαλές Ομπρέλες, όσο κι αν η Μαντάμ Ρενέ ελίσσεται και κορδώνεται μήπως βρει κάποιο κενό στην πασαρέλα, όσο κι αν και οι 6+6 είναι υπέροχοι, ή αποτελούν μετενσάρκωση της Dirty Dozen όπως θα ’λεγαν άλλοι, το έργο είναι χιλιοπαιγμένο και δεν προκαλεί παρά τα πιο βαθιά χασμουρητά, όπως θα σχολίαζε και ο Νιόνιος. Αν υπάρξει βέβαια κάποιος που θα ρίξει ματιά κατά την μεριά του.

Ανασύρονται και από την αποθήκη διάφοροι εργατολόγοι, νομομαθείς και ειδήμονες της διδασκαλικής, με προϋπηρεσία μονάχα στα κομματικά καταγώγια, ως λαμπρές ελπίδες μιας εποχής που δεν θα ’ρθει. Και ουρές από ονόματα γεμίζουν τις θερινές στήλες των εφημερίδων σαν οπλίτες των διαφόρων «τάσεων» που διαγκωνίζονται μανιωδώς για την κατοχή τού χηρεύοντος θρόνου του ανύπαρκτου πλέον βασιλείου. Ποιοι είναι όλοι τούτοι; Με ποιο θράσος διεκδικούν δικαίωμα να γίνουν κυβερνήτες μας, να μας πουν πώς θα ζούμε τη ζωή μας;

Θα συμβούλευα πάντως να αναζητήσουν και κάποιον ορνιθολόγο ως τον καταλληλότερο διάδοχο του αποδημήσαντος μονάρχη, ο οποίος ως γνωστόν ήταν ο Παπαγκένο της πολιτικής μας ζωής. Και από τους τόσους όρνιθες που είχε πιάσει είχε μάθει καταλεπτώς και τις εναέριες κινήσεις τους, ώστε να προβιβασθεί και ως ο πρώτος οιωνοσκόπος των καιρών μας. Θα θυμόσαστε βέβαια τον συνταρακτικό χρησμό του τις παραμονές των εκλογών του 2019, ότι δεν υπήρχε πιθανότητα ούτε μία στο εκατομμύριο να κερδίσει ο «Κούλης». Πρόρρηση την οποία επαναλάμβαναν εν χορώ οι διάφοροι γελωτοποιοί της αυλής, λόγιοι ή και κουμπουροφόροι.

Μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό των σπαραξικάρδιων δηλώσεων και αντιδηλώσεων περί χρονοδιαγραμμάτων, «εκτάκτων» και «διαρκών» συνεδρίων, προεδρικών απουσία προέδρου πλειοψηφιών, επανιδρύσεων, ανοικοδομήσεων κτλ. θα προσέξατε ότι δεν υπάρχει ούτε λέξη για τις πραγματικές αιτίες της πρόσφατης διπλής συντριβής τους. Για κάποιο διάστημα έγλειφαν την καραμέλα της απλής αναλογικής: «η απλή αναλογική, κύριοι, υπέστη στρατηγική ήττα, όχι ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα μας παραμένει η μόνη ελπίδα του λαού, η εγγύηση για τον καλύτερο κόσμο». Και μετά κατηγορούσαν άλλους για αλαζονεία.

Ω, ασφαλώς!, περισσεύουν τα mea culpa, «έχουμε όλοι ευθύνες», «χάσαμε την επαφή μας με την κοινωνία». Όμως: γιατί, γιατί, γιατί; Τι κάνατε λάθος, τι είπατε λάθος, ποιοι τρόποι και ποιοι λόγοι σας εξόργισαν τόσο τον λαό ώστε να σας καταχεριάσει τόσο εκκωφαντικά; Τους γνωρίζετε; Θέλετε να τους μάθετε; Κι αυτοί που σας τους δίδαξαν, και τους άσκησαν φανατικά, θα παραμείνουν και στο εξής οι αρχηγοί σας; Η σύντομη απάντηση είναι βέβαια ναιΓιατί δεν υπάρχουν άλλοι.

Μέσα σ’ αυτόν τον ανιαρό –και εξοργιστικό συνάμα για όποιον καταδεχθεί έστω και προς στιγμήν να τον παρακολουθήσει– κυκεώνα, μόνο ένας είπε κάποια στιγμή δυο λόγια που προσπαθούσαν να απαντήσουν επί της ουσίας. Το παράδοξο είναι ότι πρόκειται για κάποιον που η μέχρι τώρα πολιτεία του κάθε άλλο παρά προϊδέαζε για γνήσια κριτική στάση, αφού είχε πρωτοστατήσει και υπερθεματίσει στις μέχρι τώρα ολέθριες επιλογές.

Πρόκειται για τον Χ. Σπίρτζη, που είπε δύο σωστά πράγματα: πρώτον, όταν με τα μέτρα στήριξης ο Μητσοτάκης έδινε ανάσες στην κοινωνία εμείς βρίζαμε τον Μητσοτάκη και, δεύτερον, όλος ο κόσμος πιστεύει ότι η μεταναστευτική μας πολιτική είναι τα ανοιχτά σύνορα. Ενώ δεν είναι, πρόσθεσε. Αλλά εδώ παύουμε να τον ακολουθούμε, γιατί όντως είναι. Για ψηφοθηρικούς, και ψηφοφοβικούς, λόγους δεν τόλμησαν προεκλογικά να πουν ότι είναι εναντίον του Φράχτη στον Έβρο, που όλη η νεολαία και το στελεχικό τους δυναμικό μισεί, όπως έδειξε ο προπηλακισμός της Προέδρου της Δημοκρατίας από τους εγκάθετούς τους στην Καλαμάτα. Έλεγαν λοιπόν: είμαστε υπέρ του Φράχτη, αλλά θέλουμε φράχτη με τρύπες (τις έλεγαν «πύλες νόμιμης εισόδου»!) για να περνάνε όλοι ελεύθερα. Με τέτοιες βλακοπονηριές πίστευαν ότι θα αποκοιμίσουν τον κόσμο.

Όπως και να ’ναι, τα σχόλια Σπίρτζη δείχνουν τι θα μπορούσε να είναι μια ουσιαστική συζήτηση για τις αστοχίες της πολιτικής τους. Αν θα την συνεχίσει ο ίδιος ή όποιος άλλος είναι αμφίβολο. Τα διαδικαστικά προσφέρουν καλό προκάλυμμα για να κρυφτούν τα πραγματικά προβλήματα. Ούτε, όπως προείπα, υπάρχει στις τάξεις τους προσωπικό που πρεσβεύει κάτι διαφορετικό από ό,τι έχουν δείξει πως πιστεύουν μέχρι τώρα. Ήταν, είναι και θα είναι αυτό που πράττουν από συστάσεώς τους.

Σημ. Fragmenta: Παπαγκένο, «κυνηγός πουλιών» στην όπερα Ο Μαγικός Αυλός του Μότσαρτ.
Δημοσίευση στο fragmenta.gr και στην athensreviewofbooks.com

Μετάβαση στο περιεχόμενο
Verified by MonsterInsights